ὑδραγωγοῦ

ὑδραγωγοῦ
ὑ̱δραγωγοῦ , ὑδραγωγέω
conduct
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ὑδραγωγέω
conduct
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ὑδραγωγέω
conduct
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ὑδραγωγός
bringing water
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια …   Dictionary of Greek

  • βρύση — η 1. εξάρτημα που προσαρμόζεται στο τέλος του υδραγωγού σωλήνα και μας δίνει τη δυνατότητα να ρυθμίζουμε το πέρασμα ή τη διακοπή του νερού. 2. μέρος όπου αναβρύζει νερό, πηγή: Υπάρχει μια βρύση στην πλατεία του χωριού. 3. κτίσμα με κρουνούς,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”